εξισωτικός

εξισωτικός
-ή, -ό
επίρρ. που εξισώνει, που συντελεί στην εξίσωση: Προσπάθειες εξισωτικές των μισθολογικών διαφορών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξισωτικός — ή, ό(ν) [εξισωτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξίσωση, αυτός που τείνει να εξισώσει («εξισωτικές προσπάθειες τού προϋπολογισμού») …   Dictionary of Greek

  • ισαστικός — ἰσαστικός, ή, όν (Μ) [ισάζω] (για αγώνα δρόμου) αυτός που ισάζει, που κάνει κάτι ίσο, εξισωτικός …   Dictionary of Greek

  • παρισωτικός — ή, όν, ΜΑ [παρισώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρίσωση, δηλ. στην εξίσωση 2. αυτός που εξισώνει κάτι, ο εξισωτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”